συστρογγύλλω

συστρογγύλλω
Α
1. καθιστώ κάτι εντελώς στρογγυλό
2. μτφ. (σχετικά με περιουσία) δαπανώντας ελαττώνω, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στρογγύλλω «κάνω κάτι στρογγυλό» (< στρογγυλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”